- κωλύεται
- κωλύ̱εται , κωλύωhinderpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SYNDICUS — I. SYNDICUS Graece Σύνδικος, defensor Civitatis vel reip. qui ad certam causam agendam vel defendendam eligebatur olim dictus est: ut notat Arcadius, l. de muneribus civil. Hinv. defensio civitatis est, inquit Hermogenianus, l. 1. Epitom. ut… … Hofmann J. Lexicon universale
ακώλυτος — η, ο (Α ἀκώλυτος, ον) αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κωλυτός < κωλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί] … Dictionary of Greek
εντοπιότητα — η η εξαιτίας καταγωγής ή δημοσιοϋπαλληλικής, γενικά, υπηρεσίας νόμω σημαντική σύνδεση προσώπου με ορισμένο τόπο ως εκ τής οποίας το πρόσωπο κωλύεται να ασκήσει ορισμένο δημοσιοϋπαλληλικό έργο στον τόπο αυτό … Dictionary of Greek
παραποδιστός — ή, όν Α [παραποδίζω] αυτός που εμποδίζεται, που κωλύεται … Dictionary of Greek